- χαλκοχάρμας
- χαλκοχάρμας1 delighting in bronze armour
χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.82
met.,χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον I. 6.27
χα]λκοχάρμαι (supp. NorsaVitelli) Pae. 6.171
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.82
met.,χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον I. 6.27
χα]λκοχάρμαι (supp. NorsaVitelli) Pae. 6.171Lexicon to Pindar. William J.. 2010.